Συνέντευξη μαθητών/τριών της Β΄ Τάξης του 1ου Γυμνασίου Ναυπλίου με τον συγγραφέα Ι. Ζουργό

Συνέντευξη μαθητών/τριών της Β΄ Τάξης του 1ου Γυμνασίου Ναυπλίου με τον συγγραφέα Ι. Ζουργό,

Στο πλαίσιο του πολιτιστικού προγράμματος «Λογοτεχνία και πόλη: μια νοερή περιδιάβαση στην πόλη της Θεσσαλονίκης μέσα από τη ματιά των λογοτεχνών» , μαθητές και μαθήτριες του σχολείου μας πήραν συνέντευξη από το διάσημο συγγραφέα Ισ. Ζουργό. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε διά ζώσης κατά την εκπαιδευτική επίσκεψη στη Θεσσαλονίκη και συντονίστρια ήταν η εκπαιδευτικός κ. Σ. Κουτσιούρη, φιλόλογος.

Διαβάστε παρακάτω ολόκληρη τη συνέντευξη.

Ι. Ζουργός: Καλημέρα, καλώς ήρθατε!

Μαθητές: Καλώς σας βρήκαμε!

Ι. Ζουργός: Κοιμηθήκατε καλά το βράδυ; Σας βλέπω ότι είστε φρέσκοι και φρέσκες. Λοιπόν, εγώ πότε θα είμαι καθιστός, πότε θα είμαι όρθιος, ανάλογα. Ξέρετε ποιος είμαι, σας έχουν πει οι καθηγητές σας. Εκείνο το οποίο ίσως δεν έχει διευκρινιστεί είναι ότι έχω δουλέψει τριάντα δυο χρόνια ως δάσκαλος στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν πρόκειται να σας αντιμετωπίσω ως μικρούς, μην ανησυχείτε λόγω εκείνης της παλιάς συνήθειας να μιλάω σε μικρά παιδιά. Ήρθατε σε μια πόλη, η οποία, όπως οι περισσότερες πόλεις της Ελλάδας, είχαν μια πάρα πολύ μεγάλη ιστορία, δεν θα μπορέσουμε να την πούμε όλη, αρκεί να σας πω πως τα ίχνη της ιστορίας θα τα δείτε μέσα στην πόλη. Θα δείτε ας πούμε, ότι κυριαρχεί η εποχή, η Αλεξανδρινή εποχή και το Βυζάντιο, χωρίς βέβαια να υπολείπονται και οι νεότεροι χρόνοι σε κτήρια, σε μνημεία, σε μουσεία, τα οποία φιλοξενούν πολύ σημαντικά ευρήματα, από όλες τις εποχές. Έχει τύχει τα δικά μου τα βιβλία ή εάν όχι όλα, τα περισσότερα, να συνομιλούν με κάποιες ιστορικές περιόδους, της ιστορίας γενικότερα και ειδικότερα αυτής της πόλης. Θα ήθελα… θα μπορούσα να σας πω πολλά σχετικά με τα βιβλία μου, δεν θέλω όμως να αρχίσω εγώ με μονόλογο και να βαρεθείτε ή οτιδήποτε. Γι’ αυτό είναι μια καλή ιδέα να ξεκινήσουμε με αυτά που έχετε εσείς να μου πείτε, να με ρωτήσετε ή να μου πείτε την γνώμη σας και μέσα σε όλα αυτά εγώ θα βάζω και κάποιες πληροφορίες που έχουν να κάνουν με τα βιβλία μου. Οπότε ξεκινάμε με τον λόγο σε εσάς και είμαστε εδώ για να πούμε. Να θυμάστε πως όταν συναντάτε έναν συγγραφέα δεν υπάρχουν καλές ή κακές απορίες, δεν υπάρχουν καλές ή κακές ερωτήσεις, υπάρχουν μόνο ερωτήσεις. Οπότε, εάν σας έρχεται κάτι να το ρωτήσετε σχετικά με τα βιβλία, μην διστάσετε και να θυμάστε πάντα, πως όταν ρωτάμε κάτι ευγενικά έχουμε δικαίωμα να το ρωτάμε, πόσο περισσότερο όταν στην λογοτεχνία γεννιούνται τόσο πολλά ερωτήματα και τόσο πολλά ζητήματα, μέσα από τις σελίδες των βιβλίων. Οπότε… είμαι έτοιμος για να με ανακρίνετε, έτσι…; (γέλιο) Κανονικά έπρεπε να έχω και έναν προβολέα να χτυπάει εμένα εδώ. Λοιπόν πάμε να ξεκινήσουμε!

Α. Θεοχαροπούλου (μαθήτρια): Διαβάσαμε το μυθιστόρημά σας <<Λίγες και μια νύχτες>>….και θα θέλαμε να σας κάνουμε κάποιες ερωτήσεις.

Φ. Καχριμάνη (μαθήτρια): Ωραία…. Ποια ήταν η πηγή έμπνευσής σας για την συγγραφή του μυθιστορήματός σας;

Ι. Ζουργός: Λοιπόν, παιδιά, δεν ξέρω αν θα προλάβετε να πάτε, αλλά από τον Λευκό Πύργο και προς ανατολικά που λέμε στην πόλη, ξεκινάνε αυτές οι συνοικίες στις οποίες είστε και τώρα αυτή την στιγμή, είναι και αυτό ένα κομμάτι από τις ανατολικές συνοικίες. Αν πάτε όμως, σε έναν πολύ μεγάλο παραλιακό δρόμο, αυτόν που είναι πάνω από την παραλία της Θεσσαλονίκης, αυτή είναι η οδός Βασιλίσσης Όλγας…μια λεωφόρος. Μέσα σε αυτή, σε αυτό τον δρόμο, αν κάνετε και κάποια βόλτα με το λεωφορείο, ανάμεσα στις πολυκατοικίες τις συνηθισμένες, με τις οποίες είναι γεμάτη όλη η Ελλάδα, θα δείτε και κάποια κτήρια, τα οποία δεν έχουν καμία σχέση με τις πολυκατοικίες. Είναι κάποια κτήρια τα οποία είναι και μια έκπληξη στην αρχή. Είναι κάποιες επιβλητικές βίλες, κάποιες επαύλεις και το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό ενός επισκέπτη είναι <<Μα τι σόι άνθρωποι έμεναν εδώ πέρα;…. Τι είναι αυτό το πράγμα; Τι κήποι είναι αυτοί; Τι ψηλά κτήρια είναι αυτά; Τι διακοσμήσεις είναι αυτές; Τι αρχοντιά; Τι μικρά ανάκτορα είναι αυτά τα σπίτια;>> Αυτό γιατί; Γιατί εδώ που σήμερα είναι πολυκατοικίες και αυτή η οδός Βασιλίσσης Όλγας που σας λέω, υπήρχε στην παλιά Θεσσαλονίκη μια συνοικία που είχε το όνομα Συνοικία των Εξοχών. Αυτή η συνοικία ήταν για ανθρώπους οι οποίοι είχαν ή πολλά χρήματα ή λίγα χρήματα…πάντως όλοι τους είχαν χρήματα. Ήταν άνθρωποι οι οποίοι ήταν από τις διάφορες φυλές και θρησκείες που ζούσαν στην  Θεσσαλονίκη τότε και οι οποίοι έχτισαν αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, από τα οποία σώζεται ένα μέρος…αυτό που βλέπουμε σήμερα. Εγώ λοιπόν, όταν έκανα διάφορες βόλτες στην παραλία-πήγατε στην παραλία;-….

Μαθητές: Πήγαμε χθες το βράδυ.

Ι. Ζουργός: Ωραία! Η παραλία λοιπόν, είναι πολύ μεγάλη και συνεχίζεται, δηλαδή από το λιμάνι, περίπου μέχρι το Μέγαρο Μουσικής και ένα πολεμικό καράβι που έχει σταθμευμένο εκεί, είναι περίπου τέσσερα χιλιόμετρα. Όταν λοιπόν, έκανα βόλτες εκεί, εδώ και χρόνια πάντα έβλεπα αυτά τα κτήρια και αναρωτιόμουν και έλεγα από ποιον κόσμο είναι φερμένα αυτά; Από ποιο μυθιστόρημα είναι βγαλμένα;….. Ξέρω γω θα μπορούσε να περάσει και ο Harry Potter από τέτοια κτήρια, είναι τόσο επιβλητικά κάποια από αυτά. Έτσι λοιπόν, άρχισα να ψάχνω την ιστορία αυτής της συνοικίας. Όταν τελικά ολοκλήρωσα στο μυαλό μου μια εικόνα για το τι ήταν όλο αυτό, αποφάσισα να γράψω ένα μυθιστόρημα, γιατί δεν υπήρχαν μυθιστορήματα για αυτή τη συνοικία, ένα μυθιστόρημα όπου ένα μεγάλο μέρος της υπόθεσης θα διαδραματίζεται σε αυτή, τη συνοικία των Εξοχών. Και η φωτογραφία που υπάρχει στο βιβλίο το οποίο το ξέρετε, σας το ξαναδείχνω με την ευκαιρία. Αυτό εδώ λοιπόν είναι ένα σχολείο, ιδιωτικό, περίπου στο 1930, δηλαδή έχουν περάσει 90 χρόνια από τότε και αυτό που βλέπετε είναι μια γιορτή του καλοκαιριού, αποχαιρετιστήρια της σχολικής χρονιάς, κάνετε και εσείς σίγουρα στο σχολείο κάποια γιορτή αποχαιρετισμού, αλλά βλέπετε ότι από πίσω τους είναι ένα από αυτά τα κτήρια τα οποία σας είπα. Είναι μια βίλα η οποία σήμερα δυστυχώς είναι σε άθλια κατάσταση, δεν έχει αποκατασταθεί όπως τα άλλα σπίτια της συνοικίας αυτής και είναι λίγο θλιβερό να τη βλέπεις. Αυτό το σπίτι, αυτό ο πύργος δηλαδή για την ακρίβεια, δεν είναι σπίτι έτσι όπως το ξέρουμε, είχε πάρει την ονομασία ΄΄Σατόν Μον Μπονέρ΄΄ δηλαδή ο ΄΄Πύργος της Ευτυχίας μου΄΄. Γιατί; Γιατί αυτός ο πλούσιος έμπορος που είχε χτίσει το σπίτι, είχε μια γυναίκα που την έλεγαν Ευτυχία και ονόμασε αυτή την βίλα ΄΄Ο Πύργος της Ευτυχίας μου΄΄. Εντάξει; Άρα λοιπόν, η απάντηση στην ερώτηση είναι: Τα ίχνη από αυτή την συνοικία των Εξοχών που υπάρχουν και σήμερα με έσπρωξαν να γράψω ένα μυθιστόρημα για αυτό τον τόπο. Εντάξει;

Φ. Καχριμάνη: Από πού αντλήσατε τις ιστορικές πληροφορίες που καταγράφετε στο βιβλίο σας;

Ι. Ζουργός: Συνηθίζω και βάζω στο τέλος των μυθιστορημάτων μου κάποια βιβλία, τα οποία με βοήθησαν πολύ για να πλάσω στο μυαλό μου το πως ήταν ο κόσμος τότε. Κυρίως όμως, ένα βιβλίο που με βοήθησε πιο πολύ και ένας άνθρωπος που με βοήθησε γι’ αυτό, είναι ένας ειδικός επιστήμονας της ιστορίας της αρχιτεκτονικής, ο Βασίλης Κολώνας, ο οποίος ήτανε για πολλά χρόνια – ζει ο άνθρωπος, είναι ακόμα, απλώς έχει βγει στην σύνταξη – για πολλά χρόνια ήταν αυτός ο οποίος μελετούσε επιστημονικά και όχι μυθιστορηματικά όπως εγώ, την συνοικία των εξοχών και έκανε ένα εξαιρετικά όμορφο βιβλίο, το οποίο όταν το διάβασα και μετά είπα ΄΄Εδώ είμαστε΄΄. Φυσικά υπάρχουν και άλλες πηγές και άλλα βιβλία, αλλά αυτό του Βασίλη Κολώνα, η μελέτη του για την Συνοικία των Εξοχών ήταν το πιο βασικό.

Φ. Καχριμάνη: Πιστεύετε πως έχετε κάποιο κοινό χαρακτηριστικό με τον πρωταγωνιστή του βιβλίου σας;

Ι. Ζουργός: Δύσκολη ερώτηση! (γέλιο) Αυτός δεν ήταν και πολύ καλός τύπος. (γέλιο) Όμως αυτό μας δίνει ξέρετε και μια ευκαιρία να πούμε πως στα μυθιστορήματα  δεν φιλοξενούνται μόνο αγγελικοί άνθρωποι με καλύτερες προθέσεις και με μεγάλη ευγένεια. Ήταν ένας τύπος ο οποίος ήταν αρκετά τυχοδιωκτικός, θα τον λέγαμε σήμερα. Όμως όποιος διαβάσει το βιβλίο και δει την ζωή του, μπορεί να συναισθανθεί όλα αυτά που τον έσπρωξαν να είναι τόσο σκληρός στην διαδρομή της ζωής του, κυρίως οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες  που υπήρχαν στην Θεσσαλονίκη και σε όλη την Ελλάδα το 1900. Ότι τα φτωχά παιδιά δεν είχαν ευκαιρίες, δεν είχαν μέλλον για να μπορέσουν να ζήσουν μια αξιοπρεπή ζωή και έπρεπε να βρουν τις περισσότερες φορές άλλους τρόπους για να το επιτύχουν.

Φ. Καχριμάνη: Ποιο είναι το κίνητρο για να διαβάσει κάποιος το μυθιστόρημα <<Λίγες και μια νύχτες>>;

Ι. Ζουργός: ….Δεν μπορώ να απαντήσω πάνω σε αυτό με μια συγκεκριμένη απάντηση. Φαντάζομαι πως όποιος ενδιαφέρεται γι’ αυτούς τους μοναχικούς τυχοδιώκτες που στη ζωή τους τα έφεραν όλα πάνω κάτω για να πετύχουν κάτι, θα μπορούσε να ‘ναι, θα μπορούσε να ‘ναι αυτοί οι οποίοι ενδιαφέρονται για την ιστορία της Θεσσαλονίκης και αυτοί επίσης οι οποίοι θέλουν να έχουν μια συνοπτική άποψη της ιστορίας της Ελλάδας τον 20 αιώνα. Τώρα μπορεί να υπάρχουν και άλλες κατηγορίες που δεν πάει το μυαλό μου αυτή τη στιγμή. Μπορεί να είναι ξέρω ‘γω μαθητές και μαθήτριες, που κάποιοι δάσκαλοι, οι δάσκαλοι τους είχαν την έμπνευση να τους φέρουν κοντά στον μυθιστορηματικό μου κόσμο.

Φ. Καχριμάνη: Ποιον χαρακτήρα θεωρείτε ποιον μισητό από το βιβλίο σας;

Ι. Ζουργός: Να σας πω ένα μυστικό…θα να μείνει μεταξύ μας. Κανένας συγγραφέας δεν μισεί πραγματικά τους ήρωές του. Είναι όλοι παιδιά του, είναι όλοι πλάσματα που γεννήθηκαν από την φαντασία του και από τους φόβους του και από τα όνειρά του και από τις απωθημένες του επιθυμίες και από όλα. Οπότε δεν υπάρχει κάποιος που να μισώ. Νιώθω ότι κάποιοι είναι πιο κοντά σε εμένα και άλλοι είναι πιο μακριά σε εμένα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι τους μισώ κιόλας. Όποιος συγγραφέας σας πει ότι μισεί ήρωά του, μην τον πιστέψετε. Εντάξει;

Α. Θεοχαροπούλου: Γιατί επιλέξατε την Θεσσαλονίκη ως τον χώρο που διαδραματίζεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας; Επειδή είναι η πόλη σας ή για κάποιον άλλον λόγο;

Ι. Ζουργός: Επειδή είμαστε οι καλύτεροι! (γέλιο) Αστειεύομαι προφανώς. Νομίζω ότι υπάρχει ένας βαθύς δεσμός ανάμεσα στους ανθρώπους και στην πόλη στην οποία ζουν. Όταν αυτή η πόλη τυχαίνει να έχει μια πολύ σύνθετη ιστορία και εν πολλοίς μια κρυμμένη ιστορία όπως συμβαίνει με την Θεσσαλονίκη, γιατί η Θεσσαλονίκη έχει μια αρκετά διαφορετική ιστορία από τις άλλες πόλεις, δεν έχουμε τον χρόνο να επεκταθούμε τώρα. Ήταν μια πόλη πολυπολιτισμική όπως λέμε.  Μια πόλη στην οποία συνυπήρξαν για αιώνες πάρα πολλές φυλές και πάρα πολλές θρησκείες. Οπότε η ιστορία της είναι πολύ πιο σύνθετη και πολύ διαφορετική από ιστορίες άλλων πόλεων. Πάντως, έτσι και αλλιώς, ο χώρος που ζούμε, η πόλη είναι ένα μεγάλο σπίτι που μας περιέχει. Οπότε όλα μας τα βιώματα και όλες μας οι σκέψεις, έχουν λίγη ή μικρή σχέση με την πόλη στην οποία γεννηθήκαμε και στην οποία ζούμε.  

Α. Θεοχαροπούλου: Θεωρείτε διαχρονικό το μυθιστόρημά σας;

Ι. Ζουργός: Θα το ήθελα! (γέλιο) Δεν ξέρω όμως αν τελικά  είναι διαχρονικό, γιατί ξέρετε ο μεγάλος δικαστής στην λογοτεχνία είναι ο χρόνος. Ο χρόνος θα έρθει μετά από χρόνια να πει ότι το μυθιστόρημα αυτό ή το άλλο ή το α ή το β αξίζει τον κόπο και συντηρείται μέσα στη διάρκεια των χρόνων, ενώ ο συγγραφέας μας έχει αφήσει χρόνους εδώ και πολλά χρόνια. Ο χρόνος είναι αυτός που θα αποφασίσει. Όλοι όμως θέλουμε όταν γράφουμε ένα βιβλίο ή δυνατόν να είναι αν όχι αθάνατο, τουλάχιστον να έχει μακρά ζωή και μια μακριά διαδρομή.

Α. Θεοχαροπούλου: Σε ποιες ηλικίες απευθύνεται το βιβλίο σας;

Ι. Ζουργός: Νομίζω ότι τα βιβλία μου, κατά ένα μεγάλο μέρος απαιτούν να έχουν οι αναγνώστες σίγουρα από μια ηλικία και πάνω. Προφανώς δεν είναι για παιδιά του Δημοτικού, εκτός από την <<Ψίχα εκείνου του καλοκαιριού >>, η οποία είναι ένα βιβλίο το οποίο μπορεί να διαβαστεί και από παιδιά που είναι στο τέλος του Δημοτικού σχολείου. Προφανώς και πολύ άνετα από εσάς. Τα υπόλοιπα, συνήθως εκείνο που κουράζει τα παιδιά είναι η έκταση, γιατί είναι εκτενή βιβλία, είναι μεγάλα μυθιστορήματα. Βέβαια, εγώ έχω συναντήσει και παιδιά τα οποία με έχουν εκπλήξει. Δηλαδή, έχουν διαβάσει ας πούμε το <<Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο>>, αυτό εδώ παιδιά είναι 780 σελίδες και με αρκετές πληροφορίες για την ιστορία της επιστήμης, για την ιστορία της φιλοσοφίας, δηλαδή ένα ανάγνωσμα το οποίο έχει κάποιες δυσκολίες. Κι όμως έχει υπάρξει μια πρώτη Λυκείου στην Ζάκυνθο, όπου σε μια τάξη, έξι κορίτσια – δεν ήταν τυχαίο που ήταν κορίτσια, μεταξύ μας αγαπητά αγόρια είναι πιο αποτελεσματικές στην αναγνωστική διαδικασία από εμάς. Να τα λέμε και αυτά. Λοιπόν, στατιστικά πάντα –  Έξι κορίτσια διάβασαν, μελέτησαν και κουβέντιασαν μαζί μου και αλληλογραφήσαμε σχετικά με αυτό το βιβλίο. Οπότε…δεν πρέπει να αποκλείουμε τίποτα. Για την ανάγνωση όμως κάτι, το οποίο να σας το πω όχι τόσο ως συγγραφές, αλλά επιτρέψτε μου και λίγο ως δάσκαλος, είναι ότι πρέπει να απαντήσουμε στην εξής βασική ερώτηση, που έχετε όλες και όλοι μέσα σας. Γιατί τα βιβλία; Γιατί τόση φασαρία από τους συγγραφείς, από τους δασκάλους, από τις δασκάλες, από τους γονείς, από τους θείους, από τις θείες, από τους βιβλιοπώλες, από τους εκδότες; Γιατί βρε παιδί μου σε αυτή τη ζωή πρέπει να διαβάζουμε; Γιατί ας πούμε δεν μπορούμε να μπαίνουμε σε βιντεάκια στο διαδίκτυο και πρέπει και να διαβάζουμε; Η απάντηση που έχω δώσει εγώ σε αυτή την ερώτηση που μου έχει τεθεί πολλές φορές και νομίζω ότι και εσείς αν είχαμε πολύ χρόνο μπροστά μας και κουβεντιάζαμε θα μου το ρωτούσατε. Είναι…φανταστείτε το εξής, ότι ένας άνθρωπος που διαβάζει δεν σημαίνει οπωσδήποτε ότι είναι καλύτερος άνθρωπος από κάποιον που δεν διαβάζει, όχι αυτό είναι ψέμα. Όμως τι κερδίζει αυτός που στην ζωή του γενικά διαβάζει; Φανταστείτε ότι ζείτε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, σε ένα κλειστό δωμάτιο. Όποιος άνθρωπος δεν διαβάζει, βλέπει τον κόσμο από μια μισάνοιχτη πόρτα, σκύβει εκεί και κοιτάζει έξω τον κόσμο. Όποιος άνθρωπος συνηθίζει να διαβάζει, βλέπει τον κόσμο με την πόρτα ορθάνοιχτη. Έχετε ακούσει μήπως, την έκφραση που υπάρχει στην φωτογραφία, στην τέχνη της φωτογραφίας, ευρυγώνιος φακός; Τι είναι ο ευρυγώνιος φακός; Είναι ένας φακός που μας επιτρέπει να βγάζουμε φωτογραφίες με μια μεγάλη γωνία. Ε, λοιπόν φανταστείτε ότι οι αναγνώστες, έχουν με την ανάγνωση, κερδίζουν μια ευρυγώνια αντίληψη της ζωής. Δυσκολάκι ακούγεται. Ε; Λίγο; Λίγο, Okay! Λοιπόν, αυτό είναι το κέρδος από την ανάγνωση, ότι βλέπουμε τον κόσμο με πιο ανοιχτούς ορίζοντες. Φλυαρούν οι δάσκαλοι όμως, ε; Ένα ρωτάτε χίλια λέω. (γέλιο) Πάμε! Πάμε!

Α. Θεοχαροπούλου: Γιατί επιλέξατε αυτό τον τίτλο;

Ι. Ζουργός: Αααα ναι! Αυτό γιατί μου έκανε ένα πάρα πολύ ωραίο παιχνιδάκι με τη γνωστή συλλογή παραμυθιών το <<Χίλιες και μια νύχτες>>. Εδώ ήθελα εγώ να παίξω, να κλείσω λίγο το μάτι και να πω <<Λίγες και μια νύχτες>>. Και θα μου πείτε…μα για ποιο λόγο πρέπει να έχουμε ένα λοξό κοίταγμα με την ανατολή, με τη… Μα γιατί όλα ξεκινούν από την εμφάνιση ενός σουλτάνου στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Επίσης υπάρχει και ένα φεγγαράκι εδώ (παρουσιάζεται το εξώφυλλο του μυθιστορήματος), το οποίο σας κλείνει το μάτι. Το μισοφέγγαρο, είναι ένα σύμβολο της ανατολής, έτσι, ένα σύμβολο του πολιτισμού και των ανθρώπων της ανατολής. Γι’ αυτό λοιπόν. Είναι ένα παιχνίδι. Μα θα μου πείτε τώρα: Η λογοτεχνία είναι ένα σοβαρό πράγμα, είναι δυνατόν να έχει παιχνίδια η λογοτεχνία; Είναι…δυνατόν! Και όχι μόνο είναι δυνατόν, αλλά επιβάλλεται κιόλας. Όταν μερικές φορές τα παιδιά με ρωτάνε, τελικά τι είναι το μυθιστόρημα, εγώ τους λέω συνήθως ότι το μυθιστόρημα είναι ένα παιχνίδι με μάσκες. Ότι έχεις τις μάσκες, αλλάζεις μάσκες εσύ ο συγγραφέας και βάζεις μάσκες σε διάφορους ανθρώπους, να παίζουν ένα έργο μπροστά στη σκηνή και με πολλά παιχνίδια, με πολλά υπονοούμενα με πολλά, πολλά, πολλά…

Α. Θεοχαροπούλου: Θα θέλατε να μας μιλήσετε για την διακειμενικότητα του βιβλίου σας; Από ποια βιβλία έχετε αντλήσει πληροφορίες για την συγγραφή του μυθιστορήματός σας;

Ι. Ζουργός: Διακειμενικότητα, ε; Δύσκολη λέξη, αλλά πολύ σημαντική! Η διακειμενικότητα δεν είναι τίποτα άλλο παρά η σχέση και η συνομιλία των βιβλίων μεταξύ τους. Εδώ, στην περίπτωση στο <<Λίγες και μια νύχτες>>, η διακειμενικότητα έχει να κάνει και με την συλλογή των παραμυθιών αλλά και με άλλα βιβλία και άλλα μυθιστορήματα. Ας πούμε αυτό χωρίς να θέλω να σας κουράσω. Υπάρχει ένας ήρωας μέσα στο βιβλίο ο Λευτέρης Ζεύγος, σωστά; Ποιον έχει φίλο ο Λευτέρη Ζεύγος; Έχει κάποιον κύριο… Ναι, πες το

Φ. Καχριμάνη: Τον Βασίλι Γιούγκερμαν.

Ι. Ζουργός: Τον Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν. Πολύ ωραία! Αυτός ο Βασίλι Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν δεν υπήρξε στην πραγματικότητα, ήταν ένας ήρωας από ένα άλλο βιβλίο, ένα πολύ γνωστό άλλο βιβλίο. Οπότε τι έχω κάνει εγώ; Έχω πάρει και μέσο αυτού του παιχνιδιού, βάζω το δικό μου βιβλίο να συνομιλήσει με το άλλο βιβλίο. Να λοιπόν, η διακειμενικότητα. Μια ένδειξη της διακειμενικότητας.

Γ. Κατσαρός (μαθητής): Θαυμάζετε κάποιον Έλληνα ή ξένο συγγραφέα; Αν ναι, ο τρόπος με τον οποίο γράφει σας έχει επηρεάσει στη συγγραφή των βιβλίων σας;

Ι. Ζουργός: Εγώ νομίζω, πως η συγγραφείς γράφουν με έναν τρόπο που σίγουρα είναι ο χαρακτήρας τους, οι εμπειρίες τους, αλλά είναι σίγουρα γνωστό ότι επηρεάζονται από τα αναγνώσματά τους. Πριν εγώ πάρω το μολύβι στο χέρι ή το laptop για να γράψω ένα βιβλίο, έχω διαβάσει ή τουλάχιστον θα έπρεπε να έχω διαβάσει 200, 500, 1000 βιβλία. Αυτά τα αναγνώσματα μου, με επηρεάζουν πάρα πολύ στο πως θα γράψω, το τι μπορώ να γράψω. Αυτό λέγεται αναγνωστική ιστορία. Και εσείς έχετε μια αναγνωστική ιστορία. Δηλαδή από τότε που ξεκίνησε ο κόσμος, έχετε διαβάσει ξέρω γω από τεσσάρων χρονών σας διάβαζε η μαμά ή ο μπαμπάς ένα παραμύθι με ένα λιονταράκι, με ένα γατάκι. Είναι και αυτό κομμάτι ξέρετε της αναγνωστικής σας ιστορίας. Έτσι ξεκίνησε η αναγνωστική ιστορία. Έχει φτάσει στις νύχτες, στις <<Λίγες και μια νύχτες>> και συνεχίζεται…μέχρι που είστε στον κόσμο αυτό, η αναγνωστική σας ιστορία συνεχίζεται. Βέβαια, υπάρχουν άλλοι που έχουν τέτοια αναγνωστική ιστορία, υπάρχουν άλλοι  που έχουν πολύ μεγάλη αναγνωστική ιστορία. Εξαρτάται από τι επιδόσεις έχετε στα βιβλία. Αν συνηθίζετε  δηλαδή, να έχετε αυτό. Κάτι άλλο που ήθελα να πω, μια παρένθεση. Μιλούσα πριν πολλά πολλά χρόνια, όταν ήμουν νέος νεότατος, για το τι σημαίνει τελικά λογοτεχνία για τους νέους ανθρώπους και αυτός μου είχε πει μια υπέροχη κουβέντα που την έλεγα πάντα στους μαθητές μου. Ότι η λογοτεχνία, ειδικά στους νέους και στα παιδιά πρέπει να είναι, σαν ένα παγωτό χωνάκι, δηλαδή θα πρέπει να τη λιμπίζεσαι, να υπάρχει απόλαυση μέσα από το διάβασμα. Αν το καταφέρετε, να συνδέσετε το διάβασμα με την απόλαυση, κερδίσατε για πάντα το στοίχημα της ανάγνωσης. Και όταν μιλάω για ανάγνωση, δεν μιλάω για τα υποχρεωτικά του σχολείου. Αυτά είναι υποχρεωτικά, θέλουμε δεν θέλουμε, μας αρέσουν, δεν μας αρέσουν διαβάζουμε τα μαθήματά μας. Μιλάμε γι’ αυτό που είναι επιλογή δικιά μας, να πάμε και να διαβάσουμε. Εντάξει;

Γ. Κατσαρός: Πιστεύατε ποτέ πως το βιβλίο σας θα αποτελούσε θέμα σχολικής εργασίας;

Ι. Ζουργός: Η αλήθεια είναι ότι όταν το έγραφα, δεν μου είχε περάσει από το μυαλό, αλλά έχει τύχει σε αυτά τα χρόνια τα οποία κυκλοφορεί το βιβλίο, να έχω συναντήσει πολλές φορές παιδιά, τα οποία έχουν κάνει μια εργασία. Ας πούμε έχω συναντήσει παιδιά από ένα σχολείο που είναι στην Συνοικία των Εξοχών εδώ κοντά και οι οποίοι είχαν κάνει και μια δουλειά με φωτογραφίες και είχαμε συναντηθεί όπως τώρα συναντιόμαστε εδώ και είχαν μπροστά τους οπτικοποιημένη την Συνοικία των Εξοχών. Έτυχε αρκετές φορές, στην αρχή βέβαια όταν είχαν ξεκινήσει δεν μου είχε περάσει από το μυαλό.

Γ. Κατσαρός: Τι θα συμβουλεύατε ένα παιδί που ονειρεύεται να ασχοληθεί με την συγγραφή;

Ι. Ζουργός: Ααα! Ένα παιδί που ονειρεύεται να ασχοληθεί με την συγγραφή θα του έκανα μερικές ερωτήσεις και θα τον κοιτούσα βαθιά στα μάτια και θα του έλεγα ‘‘Είσαι σίγουρος; Είσαι σίγουρη;’’ Γιατί, για να ασχοληθείς με την συγγραφή και να έχεις την φιλοδοξία να παράγεις κάτι που για τους άλλους έχει σημασία, θα πρέπει να ξέρεις ότι ο δρόμος είναι δύσκολος, ότι θα κόψεις από άλλα πράγματα για να τα δώσεις στη συγγραφή. Με άλλα λόγια, πρέπει να κάνεις μια βασική ερώτηση στον εαυτό σου, ‘‘Μπορείς να ζήσεις χωρίς την συγγραφή;’’ Αν μπορείς χωρίς πρόβλημα να συνεχίσεις να ζεις χωρίς την συγγραφή, μην το κάνεις ποτέ. Αν όμως νιώθεις, ότι αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του εαυτού σου και των ονείρων σου, τότε αξίζει να προσπαθήσεις.

Γ. Κατσαρός: Τελευταία ερώτηση. Σκέφτεστε να γράψετε ακόμη ένα βιβλίο; Αν ναι, θα θέλατε να μας κάνετε μια εισαγωγή στο περιεχόμενο του;

Ι. Ζουργός: (γέλιο) Γράφω ένα βιβλίο, αυτή τη στιγμή που μιλάμε…αλλά έχω το στόμα μου σφραγισμένο, κλειστό, γιατί δεν έχει ολοκληρωθεί. Οπότε ότι και να πω τώρα, μπορεί και να μην ισχύει μετά από μερικούς μήνες. Πάντως, εκείνο που σας λέω με το χέρι στην καρδιά είναι ότι γράφω, ιδιαίτερα τα πρωινά δουλεύω και ότι σήμερα για να μπορέσω να σας συναντήσω έβαλα το ρολόι μου δύο ώρες νωρίτερα, για να κάνω την δουλειά, που ήθελα να κάνω το πρωί. Αυτό σημαίνει, ότι η συγγραφή έχει πρόγραμμα, έχει πειθαρχία, έχει όσο και να σας φαίνεται λίγο περίεργο, ωράριο. Εντάξει; Έχει ένα είδος ωραρίου.

Μαθητές: Ευχαριστούμε πολύ!

Ι. Ζουργός: Κι εγώ παιδιά! Εκτός από τις προγραμματισμένες ερωτήσεις αυτές, αν υπάρχει κάτι άλλο που θέλετε να το πούμε τώρα να το κουβεντιάσουμε τώρα, αν έχει γεννηθεί σε εσάς κάποια απορία, με μεγάλη μου χαρά!

Γ. Αντωνόπουλος (μαθητής): Θα αλλάζατε κάτι από όσα έχετε γράψει στο βιβλίο αυτό;

Ι. Ζουργός: Είναι πολύ ωραία ερώτηση! Σε ευχαριστώ! Παιδιά, δεν μου έχει τύχει. Η ερώτηση του φίλου μου εδώ, είναι αν θα άλλαζα κάτι σε αυτό το βιβλίο που έχω γράψει. Εγώ…νομίζω πως όχι. Και όσες φορές μου δόθηκε η ευκαιρία, για να μπορέσω να κάνω αλλαγές, είπα:΄΄Ό,τι έχει γραφτεί, έχει γραφτεί΄΄ Μπορεί μετά από μερικά χρόνια, να μην μου αρέσει τόσο πολύ, όπως τότε που έγραφα, αλλά ας μείνει έτσι όπως είναι.

Δ. Παπακωνσταντίνου (καθηγητής): Λοιπόν, θα σας κάνουμε και εμείς κάποιες ερωτήσεις. (γέλιο)

Ι. Ζουργός: Βεβαίως! (γέλιο)

Δ. Παπακωνσταντίνου: Λοιπόν. Συζητούσαμε προηγουμένως με τους συναδέλφους και μας γεννηθήκανε κάποια ερωτήματα. Έστω, ότι το μυθιστόρημά σας αυτό…διασκευάζεται για την τηλεόραση… γνωρίζει επιτυχία το οπτικοποιημένο μυθιστόρημα. Καταρχάς, πόσο δέχεσθε στη διασκευή να γίνονται αλλαγές; Γιατί ξέρουμε ότι, άμα διαβάσουμε ένα βιβλίο και το δούμε μετά είτε σε ταινία είτε σε σίριαλ είτε είτε είτε, μπορεί να είναι η μέρα με τη νύχτα. Κατά πόσο ένας συγγραφές μπορεί να συμβιβαστεί με τις αλλαγές ενός τηλεσκηνοθέτη; Είναι το πρώτο μέρος της ερώτησης… Και το δεύτερο είναι: Εάν, ας πούμε, γνωρίσει επιτυχία, αυτό που έλεγα και λέει τώρα, εμείς κερδίζουμε διαφημίσεις από αυτή την ιστορία. Θέλουμε να το τραβήξουμε και άλλο, γιατί τα έσοδά μας αυξάνονται και πάμε καλά. Πώς…πώς τραβάει ας πούμε τις ιστορίες ένας μυθιστοριογράφος; Σας ζητάνε την άδεια; Βάζετε και άλλους ήρωες, γιατί το ζητάει το κοινό;

Ι. Ζουργός: Ναι, κατάλαβα κατάλαβα. Ας ξεκινήσω λίγο να σας πω αρχικά και αν είναι συμπληρώνετε. Να ξεκαθαρίσουμε το εξής. Ότι, αν πρόκειται να γίνει μια επέκταση, αυτό δεν είναι δουλειά του μυθιστοριογράφου, αλλά δουλειά του σεναριογράφου. Δηλαδή, η συγγραφή του σεναρίου είναι ένα διαφορετικό πράγμα από την συγγραφή του βιβλίου. Έχουν υπάρξει βέβαια, περιπτώσεις όπου ο μυθιστοριογράφος γίνεται μετά και σεναριογράφος, αλλά στη δικιά μου την περίπτωση και στις περισσότερες δεν θα μπορούσε να γίνει αυτό, γιατί είναι άλλη η τέχνη του να γράφεις σενάριο και άλλη η τέχνη του να γράφεις μυθιστόρημα. Ο καθένας με την τέχνη του και την δουλειά του, όπως πιστεύω εγώ. Τώρα, επειδή έχω ζήσει, ενώ δεν έχει ολοκληρωθεί κάποια τηλεοπτική παραγωγή με τα βιβλία μου, αλλά έχω ζήσει λίγο κάποιες τέτοιες συζητήσεις, ας πούμε δυο τρία βασικά πράγματα. Το πρώτο. Το να κάνεις ένα βιβλίο ταινία ή σειρά στην τηλεόραση, αυτό ως πνευματικό προϊόν, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Δηλαδή δεν μπορείς να έχεις το δίδυμο αδελφάκι του μυθιστορήματος, γιατί παρεμβάλλεται ένας άλλος άνθρωπος. Αυτός έχει κάνει τις δικές του εικόνες με βάση το κείμενο. Άρα είναι ματαιοδοξία, το να περιμένει ένας συγγραφέας να δει σε μια ταινία το βιβλίο του όπως το έχει ο ίδιος στο μυαλό του. Άρα, λοιπόν, θέλει μια προσαρμογή από τον συγγραφέα και να πει άλλο η ταινία άλλο το βιβλίο. Τώρα το πόσο άλλο είναι το θέμα. Δηλαδή, αν υπάρχει μια παραγωγή, η οποία με κανόνες αισθητικούς, με κανόνες καλλιτεχνικούς είναι έξω από το δικό μου πεδίο, προφανώς εγώ δεν θα είμαι ευχαριστημένος. Δεν μπορώ να το ξέρω όμως ως αποτέλεσμα, αλλά μπορώ να ξέρω τον δημιουργό, ώστε να μπορώ να φανταστώ ότι όταν εγώ υπογράφω ότι μπορείτε να το κάνετε αυτό ταινία, να ξέρω τι έχει κάνει περίπου εκείνος ο άνθρωπος, τι δεν έχει κάνει, αν είναι στο ίδιο μήκος κύματος. Να το πω λίγο απλά: Θυμίζει λίγο την υιοθεσία. Έχεις ένα δικό σου παιδί και το αφήνεις σε άλλα χέρια. Πρέπει να προσέξεις, ποιος θα είναι αυτός που θα το υιοθετήσει. Σε ό,τι αφορά τη διεύρυνση που είπατε, μου έχει τύχει σε παλιότερες συζητήσεις για βιβλίο μου που δεν έγινε τελικά σειρά, να έχει υπάρξει από τον σεναριογράφο αίτημα, γιατί υποτίθεται ότι δεν θα του έφταναν τα κεφάλαια του βιβλίου, να προσθέσει πολλά άλλα. Τότε εγώ, είχα δυσαρεστηθεί…και τους είχα πει ότι το να έχετε δικιά σας ματιά στα δικά μου κεφάλαια, το καταλαβαίνω. Το να κάνετε μια μικροεπέκταση μέσα στο ίδιο το κεφάλαιο, αλλά το να προσθέσετε άλλες δράσεις, άλλους ήρωες, άλλους τόπους, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν θα το ήθελα. Πάντως, έτσι και αλλιώς, οι σχέσεις αυτές είναι μια λεπτή ισορροπία. Πρέπει ο καθένας, από την πρώτη στιγμή να ξέρει, πού αρχίζει και πού τελειώνει ο ρόλος του. Εντάξει;

Δ. Παπακωνσταντίνου: Πιάνομαι τώρα από το τελευταίο που είπατε, πού αρχίζει και πού τελειώνει ο ρόλος του συγγραφέα. Όταν εσείς συγγράφετε, η λήψη μιας ιδέας, ας πούμε, έχει έναν ιστό; Ένα σκαρίφημα; Ένα οργανόγραμμα; Και λέει, θα αρχίσω από εκεί; Θα επεκταθώ εδώ; Θα έχω αυτούς τους χαρακτήρες; Αυτά τα γεγονότα; Χαρακτήρες; Γεγονότα; … Ιστορία; Ποιο κεφάλαιο της ιστορίας θα βάλω μέσα; Υπάρχει ένα είδος συνταγής σε αυτό εδώ όλο; Γνωρίζετε το τέλος;

Ι. Ζουργός: Να σας πω. Υπάρχουν… Προφανώς και εγώ μεταφέρω τη δική μου εμπειρία, έτσι; Αν ήταν κάποιος άλλος συγγραφέας, μπορεί να σας έλεγε μια άλλη εμπειρία εργαστηρίου. Σε ό,τι αφορά εμένα, εγώ κάνω κάποιο σχεδιάγραμμα, κάποιο σκαρίφημα, το οποίο όμως ανά πάσα ώρα και στιγμή μπορεί να ανατραπεί. Γιατί έτσι διαφυλάσσεις και τη γοητεία της δημιουργίας την ώρα που γράφεις. Δηλαδή, αν είναι να εκτελείς ένα επιμελώς κατεργασμένο προσχέδιο, δεν έχει και πλάκα βρε αδερφέ. Δηλαδή, το να πεις εγώ θα εφαρμόσω ένα σχέδιο το οποίο το έχω συλλάβει, το έχω βάλει…όχι. Είναι σημαντικό να έχεις την ελευθερία, αυτό που έχεις προγραμματίσει να το αλλάζεις καθοδόν. Πόσο να το αλλάζεις; Χρησιμοποιώ παράδειγμα πολύ συγκεκριμένο. Θέλω να πάω από την Θεσσαλονίκη στην Κρήτη. Ο σκοπός είναι να πάω στην Κρήτη. Στην αρχή λέω, θα πάρω το πλοίο Θεσσαλονίκη-Ηράκλειο. Φανταστείτε τη συγγραφή ενός βιβλίου, όπως το ταξίδι με ένα πλοίο. Θα γυρίσω και θα πω: Θα πάω στην Κρήτη, αλλά βρε αδερφέ, εγώ σκέφτηκα την ώρα που ξεκίνησε το πλοίο, ότι είναι ωραίο να κάνω μια στάση στη Σκιάθο ή γιατί δεν πάω και λίγο Μυτιλήνη; Δεν μας κυνηγάει και κανένας. Και γιατί να πάω στο Ηράκλειο, αφού τα Χανιά, μάλλον πιο όμορφα είναι. Να πας στην Κρήτη, αλλά να πας με την διαδρομή που θέλεις και στο λιμάνι ακριβώς που τελικά θα αποφασίσεις. Οπότε, υπάρχει ένα αρχικό σχέδιο, υπάρχει και ένα πλαίσιο ελευθερίας. Τώρα, αν αυτό που σου βγαίνει είναι τρομερά αντίθετο με αυτό που είχες στο μυαλό σου, αν δεν έχει καμία σχέση, τότε ίσως καλύτερο είναι να τσαλακώσεις το παλιό το σχέδιο και να πεις ότι ξεκινάω κάτι καινούργιο από την αρχή.

Καθηγητές: Μάλιστα… Ευχαριστούμε πολύ!

Ι. Ζουργός: Παιδιά, να είστε καλά! Καλό υπόλοιπο! Να περάσετε καλά! Και αν σας πάει το λεωφορείο ποτέ στην Συνοικία των Εξοχών, δείτε κάτι μεγάλες βίλες που ξεχωρίζουν εκεί!